μπιχλιμπίδι

μπιχλιμπίδι
το
μικρό και ασήμαντο αντικείμενο: Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου κρέμασε μπιχλιμπίδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπιχλιμπίδι — το συν. στον πληθ. τα μπιχλιμπίδια α) μικρά και ασήμαντα αντικείμενα, ευτελή κοσμήματα, παιχνίδια κ.λπ. β) διακοσμητικές λεπτομέρειες επίπλου ή ενδύματος γ) (ειρωνικά) παράσημα, γαλόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λεμπλεμπίδια «στραγάλια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”